- λασπουριά
- η непролазная грязь;
τί. λασπουριά! — какая слякоть!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τί. λασπουριά! — какая слякоть!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λασπουριά — η πολλή λάσπη, μέρος γεμάτο λάσπη: Κυλίστηκε στη λασπουριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λασπουριά — η πολλή λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσπη + κατάλ. ουριά, που δηλώνει πλήθος, πλησμονή (πρβλ. κλεφτ ουριά, λεβεντ ουριά)] … Dictionary of Greek
-ουριά — επίθημα θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε από την κατάλ. ούρα* + κατάλ. ιά.Παραδείγματα ουσ. σε ουριά: βλαχουριά, γυφτουριά, κλεφτουριά, κουμπουριά, λασπουριά, λεβεντουριά, μαγκουριά, μουτζουριά … Dictionary of Greek
γυφτουριά — η το σύνολο των γύφτων ή τών σιδηρουργών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύφτος + ουριά* (πρβλ. κλεφτουριά, λασπουριά)] … Dictionary of Greek
λάσπη — η (Μ λάσπη) μίγμα χώματος και νερού, πηλός 2. η ιλύς τών δεξαμενών, τών ποταμών και τών λιμνών νεοελλ. τεχνητό μίγμα συγκείμενο από νερό και χώμα, με προσθήκη αχύρων ή τριχών, ή από νερό, ασβέστη, άμμο, τσιμέντο, γύψο κ.λπ., που χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek